επιδίωξη
[epiˈðioksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδίωξη σκοπούεπιδίωξη σκοπού
- Strebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιδίωξη προσπάθεια για απόκτησηεπιδίωξη προσπάθεια για απόκτηση