επαναφέρω
[epanaˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wiederherstellenεπαναφέρω αποκαθιστώ, κ. τάξηεπαναφέρω αποκαθιστώ, κ. τάξη
- reaktivierenεπαναφέρω παίκτηεπαναφέρω παίκτη
- zurückspulenεπαναφέρω κασέταεπαναφέρω κασέτα
esempi
- επαναφέρω τις εργοστασιακές ρυθμίσεις ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υauf die Werkseinstellungen zurücksetzen