επίδειξη
[eˈpiðiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη παρουσίασηDemonstrationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη παρουσίασηεπίδειξη παρουσίαση
- Schauθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη για εντυπωσιασμόεπίδειξη για εντυπωσιασμό