„εντυπωσιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εντυπωσιάζομαι [endiposiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) beeindruckt sein beeindruckt sein εντυπωσιάζομαι εντυπωσιάζομαι