εμπρηστικός
[embristiˈkos], εμπρηστική, εμπρηστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Brand-εμπρηστικόςεμπρηστικός
- zündendεμπρηστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεμπρηστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- εμπρηστική βόμβαθηλυκό | Femininum, weiblich fBrandbombeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμπρηστική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fBrandanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-