„εμετός“: αρσενικό εμετός [emeˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Erbrochenes, Erbrechen Erbrochenesουδέτερο | Neutrum, sächlich n εμετός εμετός Erbrechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n εμετός πράξη εμετός πράξη esempi κάνω εμετό erbrechen, sich übergeben κάνω εμετό