εμβολιάζω
[emvoliˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- impfenεμβολιάζω ιατρική | Medizinιατρεμβολιάζω ιατρική | Medizinιατρ
- pfropfenεμβολιάζω βοτανική | Botanikβοτεμβολιάζω βοτανική | Botanikβοτ