ελαστικό
[elastiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gummiαρσενικό | Maskulinum, männlich mελαστικόελαστικό
- Gummireifenαρσενικό | Maskulinum, männlich mελαστικό ρόδαελαστικό ρόδα