„εκτυφλωτικός“ εκτυφλωτικός [ektiflotiˈkos], εκτυφλωτική, εκτυφλωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) grell, blendend grell εκτυφλωτικός φως εκτυφλωτικός φως blendend εκτυφλωτικός ομορφιά εκτυφλωτικός ομορφιά