εκτιμώ
[ektiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- schätzen, einschätzen, abschätzenεκτιμώ ζημιάεκτιμώ ζημιά
- ermessenεκτιμώ κρίνωεκτιμώ κρίνω
- εκτιμώ σέβομαι
- εκτιμώ αναγνωρίζω την αξία