„εκπόνηση“: θηλυκό εκπόνηση [ekˈponisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ausarbeitung Ausarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκπόνηση εκπόνηση