εισπράκτορας
[isˈpraktoras]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schaffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεισπράκτοραςZugbegleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεισπράκτοραςεισπράκτορας