ειδικότητα
[iðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Fachgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nειδικότηταDisziplinθηλυκό | Femininum, weiblich fειδικότηταειδικότητα
- Spezialitätθηλυκό | Femininum, weiblich fειδικότητα ιδιαίτερη ικανότηταειδικότητα ιδιαίτερη ικανότητα