εγκεφαλικός
[eŋgjefaliˈkos], εγκεφαλική, εγκεφαλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- εγκεφαλικά κύτταραπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplGehirnzellenπληθυντικός | Plural pl
- εγκεφαλικά νεκρός οικείο | umgangssprachlichοικ
- εγκεφαλική αιμορραγίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGehirnblutungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi