δρύινος
[ˈðriinos], δρύινη, δρύινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aus Eichenholzδρύινοςδρύινος
esempi
- δρύινη ντουλάπαθηλυκό | Femininum, weiblich fEichenschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δρύινο τραπέζιουδέτερο | Neutrum, sächlich nEichentischαρσενικό | Maskulinum, männlich m