„δονκιχωτικός“ δονκιχωτικός [ðonkjixotiˈkos], δονκιχωτική, δονκιχωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) weltfremd weltfremd δονκιχωτικός δονκιχωτικός