διπλώνω
[ðiˈplono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (zusammen)falten, zusammenlegen, zusammenklappenδιπλώνωδιπλώνω
- knickenδιπλώνω τσακίζω στα δύοδιπλώνω τσακίζω στα δύο
- einwickelnδιπλώνω τυλίγω, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιπλώνω τυλίγω, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- faltenδιπλώνω χέριαδιπλώνω χέρια