διπλώνομαι
[ðiˈplonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich krümmen (από vor+δοτική | +Dativ +dat)διπλώνομαι από το γέλιο, τους πόνουςδιπλώνομαι από το γέλιο, τους πόνους