διοργανωτής
[ðiorɣanoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, διοργανώτρια [ðiorɣaˈnotria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Organisatorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοργανωτήςδιοργανωτής
- Veranstalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοργανωτής γιορτής, εκδήλωσηςδιοργανωτής γιορτής, εκδήλωσης