δικαιολογία
[ðikjeoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Rechtfertigungθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιολογία ως υπεράσπιση του εαυτού μουδικαιολογία ως υπεράσπιση του εαυτού μου
- Begründungθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιολογία λόγοςδικαιολογία λόγος
- Ausredeθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιολογία για συγκάλυψη της αληθινής αιτίαςVorwandαρσενικό | Maskulinum, männlich mδικαιολογία για συγκάλυψη της αληθινής αιτίαςδικαιολογία για συγκάλυψη της αληθινής αιτίας