„δικαίως“: επίρρημα δικαίως [ðiˈkjeos]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) mit, zu Recht mit δικαίως δικαίως zu Recht δικαίως ή | oderod δικαίως ή | oderod