„διεκπεραιώνω“: μεταβατικό ρήμα διεκπεραιώνω [ðiekpereˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erledigen, abwickeln, erfüllen erledigen διεκπεραιώνω υπόθεση διεκπεραιώνω υπόθεση abwickeln διεκπεραιώνω συναλλαγές διεκπεραιώνω συναλλαγές erfüllen διεκπεραιώνω καθήκον διεκπεραιώνω καθήκον