„διαταραγμένος“ διαταραγμένος [ðiataraɣˈmenos], διαταραγμένη, διαταραγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verhaltensgestört esempi διαταραγμένης συμπεριφοράς verhaltensgestört διαταραγμένης συμπεριφοράς