διατάραξη
[ðiaˈtaraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Störungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατάραξη αναταραχήδιατάραξη αναταραχή
- Verstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατάραξη ιατρική | Medizinιατρδιατάραξη ιατρική | Medizinιατρ
esempi
- διατάραξη κοινής ησυχίαςöffentliche Ruhestörungθηλυκό | Femininum, weiblich f