διασχίζω
[ðiaˈsçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- überquerenδιασχίζω δρόμο, ποταμόδιασχίζω δρόμο, ποταμό
- durchquerenδιασχίζω δάσος, έρημοδιασχίζω δάσος, έρημο
- durchfahrenδιασχίζω με αυτοκίνητοδιασχίζω με αυτοκίνητο
- durchfließen, durchströmenδιασχίζω ρυάκι, ποτάμιδιασχίζω ρυάκι, ποτάμι
- entlanggehenδιασχίζω κατά μήκοςδιασχίζω κατά μήκος
- entlangfahrenδιασχίζω με όχημαδιασχίζω με όχημα