„διασπώ“: μεταβατικό ρήμα διασπώ [ðiasˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) spalten spalten (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) διασπώ προκαλώ ρήξη διασπώ προκαλώ ρήξη