„διανύω“: μεταβατικό ρήμα διανύω [ðiaˈnio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zurücklegen zurücklegen διανύω απόσταση διανύω απόσταση