„διανοήσιμος“ διανοήσιμος [ðianoˈisimos], διανοήσιμη, διανοήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) denkbar denkbar διανοήσιμος διανοήσιμος