„διανέμω“: μεταβατικό ρήμα διανέμω [ðiaˈnemo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verteilen, austragen, zustellen, ausgeben, ausschütten zuteilen verteilen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) διανέμω μοιράζω ausgeben, zuteilen διανέμω μοιράζω διανέμω μοιράζω austragen, zustellen διανέμω ταχυδρομείο διανέμω ταχυδρομείο ausschütten διανέμω εμπόριο | Handelεμπ διανέμω εμπόριο | Handelεμπ