„διαμοιράζω“: μεταβατικό ρήμα διαμοιράζω [ðiamiˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) freigeben freigeben διαμοιράζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ διαμοιράζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ