διαλύω
[ðiaˈlio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
  -   auflösenδιαλύω ζάχαρη, οργάνωση, συγκέντρωσηδιαλύω ζάχαρη, οργάνωση, συγκέντρωση
-   zerstreuenδιαλύω αμφιβολίεςδιαλύω αμφιβολίες
-   ausräumenδιαλύω δισταγμούς, υποψίαδιαλύω δισταγμούς, υποψία
-   abbauen, demontierenδιαλύω τεχνική | Technikτεχνδιαλύω τεχνική | Technikτεχν
-   zerrüttenδιαλύω καταστρέφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαλύω καταστρέφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
-   kündigenδιαλύω συμφωνίαδιαλύω συμφωνία
-   zerpflückenδιαλύω παιχνίδι, κτλδιαλύω παιχνίδι, κτλ
