„διαδοχικός“ διαδοχικός [ðiaðoçiˈkos], διαδοχική, διαδοχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aufeinanderfolgend aufeinanderfolgend διαδοχικός διαδοχικός