„διάφοροι“: επίθετο, ως επίθετο διάφοροι [ðiˈafori]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <πληθυντικός | Pluralpl; -ες; -α> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verschiedene, diverse, mehrere verschiedeneπληθυντικός | Plural pl διάφοροι παντός είδους diverseπληθυντικός | Plural pl διάφοροι παντός είδους mehrereπληθυντικός | Plural pl διάφοροι παντός είδους διάφοροι παντός είδους esempi διάφορα θέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl verschiedene διάφορα θέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl διάφορα θέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl mehrere Themenπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl διάφορα θέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl