διάλυση
[ðiˈalisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάλυση αποσυναρμολόγησηDemontageθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλυση αποσυναρμολόγησηδιάλυση αποσυναρμολόγηση
- Auflösungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλυση ματαίωση, ακύρωσηAuflösenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάλυση ματαίωση, ακύρωσηδιάλυση ματαίωση, ακύρωση
- Zerfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάλυση φθοράδιάλυση φθορά
- Lösungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλυση χημεία | Chemieχημδιάλυση χημεία | Chemieχημ
- Auflösungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλυση πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπδιάλυση πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπ
- Abbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάλυση κατασκήνωσης, σκηνήςδιάλυση κατασκήνωσης, σκηνής
- Ausräumungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλυση δισταγμών, υποψίαςδιάλυση δισταγμών, υποψίας