διάκριση
[ðiˈakrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Unterscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάκριση διαχωρισμόςδιάκριση διαχωρισμός
- Diskriminierungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάκριση φυλετική, των δύο φύλωνδιάκριση φυλετική, των δύο φύλων
- Auszeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάκριση βράβευσηδιάκριση βράβευση