„δήμος“: αρσενικό δήμος [ˈðimos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Stadt, Kommune, Gemeinde Stadtθηλυκό | Femininum, weiblich f δήμος Kommuneθηλυκό | Femininum, weiblich f δήμος Gemeindeθηλυκό | Femininum, weiblich f δήμος δήμος