δένω
[ˈðeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- binden (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)δένω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδένω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- anbinden, festbindenδένωδένω
- zubindenδένω σακούλαδένω σακούλα
- zusammenbindenδένω μαλλιάδένω μαλλιά
- einbindenδένω βιβλίοδένω βιβλίο
- verbindenδένω τραύμαδένω τραύμα
- schnürenδένω παπούτσια, πακέτοδένω παπούτσια, πακέτο
- ketten, anketten (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)δένω με αλυσίδαδένω με αλυσίδα
- fesselnδένω με χειροπέδεςδένω με χειροπέδες
- einfassenδένω κόσμημαδένω κόσμημα
- eindickenδένω σάλτσαδένω σάλτσα
- faltenδένω χέριαδένω χέρια
- einbinden (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)δένω ενσωματώνωδένω ενσωματώνω
- verpflichten, an sich bindenδένω υποχρεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδένω υποχρεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
δένω
[ˈðeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- dickδένω σάλτσαδένω σάλτσα
- δένω ή | oderod
- zusammenheilenδένω οστόδένω οστό