„γυαλίζω“: μεταβατικό ρήμα γυαλίζω [jaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -ίστηκα; -ισμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) polieren, putzen polieren γυαλίζω πάτωμα γυαλίζω πάτωμα putzen γυαλίζω παπούτσια γυαλίζω παπούτσια „γυαλίζω“: αμετάβατο ρήμα γυαλίζω [jaˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -ίστηκα; -ισμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) glänzen glänzen γυαλίζω γυαλίζω