γλιστρώ
[ɣliˈstro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- rutschen, ausrutschen, abrutschenγλιστρώ χάνω την ισορροπία μουγλιστρώ χάνω την ισορροπία μου
- ausrutschen, entgleitenγλιστρώ ξεφεύγω από τα χέριαγλιστρώ ξεφεύγω από τα χέρια
- entgleitenγλιστρώ ξεφεύγωγλιστρώ ξεφεύγω
- γλιστρώ δρόμος, επιφάνεια