„γεφυράκι“: ουδέτερο γεφυράκι [jefiˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kleine Brücke, Steg kleine Brückeθηλυκό | Femininum, weiblich f γεφυράκι γεφυράκι Stegαρσενικό | Maskulinum, männlich m γεφυράκι για επιβίβαση σε πλοίο γεφυράκι για επιβίβαση σε πλοίο