γεννήτρια
[jeˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Generatorαρσενικό | Maskulinum, männlich mγεννήτρια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτργεννήτρια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
esempi
- ηλεκρτική γεννήτρια αυτοκίνητο | AutoαυτοκLichtmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f