„γαργαλιστικός“ γαργαλιστικός [ɣarɣalistiˈkos], γαργαλιστική, γαργαλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) kribbelig kribbelig γαργαλιστικός γαργαλιστικός