„γήινος“ γήινος [ˈjiinos], γήινη, γήινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) irdisch irdisch γήινος γήινος esempi γήινος μανδύαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Erdmantelαρσενικό | Maskulinum, männlich m γήινος μανδύαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m