βροχόπτωση
[vroˈxoptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f <πληθυντικός | Plural pl>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Niederschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mβροχόπτωσηRegenfälleπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplβροχόπτωσηβροχόπτωση