„βράχος“: αρσενικό βράχος [ˈvraxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <πληθυντικός | Pluralpl; και | undκ. τα βράχια> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Felsen, Fels, Klippe Felsenαρσενικό | Maskulinum, männlich m βράχος γεωλογία | Geologieγεωλ Felsαρσενικό | Maskulinum, männlich m βράχος γεωλογία | Geologieγεωλ βράχος γεωλογία | Geologieγεωλ Klippeθηλυκό | Femininum, weiblich f βράχος στη θάλασσα βράχος στη θάλασσα