„βουνίσιος“ βουνίσιος [vuˈnisios], βουνίσια, βουνίσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gebirgs- Gebirgs- βουνίσιος βουνίσιος esempi βουνίσιος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Höhenluftθηλυκό | Femininum, weiblich f βουνίσιος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m