„βουβός“ βουβός [vuˈvos], βουβή, βουβόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stumm, schweigend stumm, schweigend βουβός αμίλητος βουβός αμίλητος esempi μένω βουβός sprachlos sein μένω βουβός βουβή ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Stummfilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m βουβή ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich f