„βοή“: θηλυκό βοή [voˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Dröhnen, Brausen, Tosen Dröhnenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βοή βοή Brausenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βοή αέρα, θάλασσας Tosenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βοή αέρα, θάλασσας βοή αέρα, θάλασσας