βλεννογόνος
[vlenoˈɣonos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schleimhautθηλυκό | Femininum, weiblich fβλεννογόνοςβλεννογόνος
esempi
- βλεννογόνος του στομαχιούMagenschleimhautθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βλεννογόνος αδέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchleimdrüseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βλεννογόνος υμέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNasenschleimhautθηλυκό | Femininum, weiblich f