„βιολέτα“: θηλυκό βιολέτα [vjoˈleta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Veilchen Veilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βιολέτα βοτανική | Botanikβοτ βιολέτα βοτανική | Botanikβοτ